αυτοπραγία

αυτοπραγία
αὐτοπραγία, η (Α)
ελεύθερη, ανεξάρτητη ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -πραγία < (θ.) πραγ-, πέπραγα, παρακμ. του πράσσω (-ττω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αὐτοπραγία — αὐτοπραγίᾱ , αὐτοπρᾱγία free fem nom/voc/acc dual αὐτοπραγίᾱ , αὐτοπρᾱγία free fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αὐτοπραγίᾱ , αὐτοπραγία free fem nom/voc/acc dual αὐτοπραγίᾱ , αὐτοπραγία free fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπραγίας — αὐτοπραγίᾱς , αὐτοπρᾱγία free fem acc pl αὐτοπραγίᾱς , αὐτοπρᾱγία free fem gen sg (attic doric aeolic) αὐτοπραγίᾱς , αὐτοπραγία free fem acc pl αὐτοπραγίᾱς , αὐτοπραγία free fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπραγίαν — αὐτοπραγίᾱν , αὐτοπρᾱγία free fem acc sg (attic doric aeolic) αὐτοπραγίᾱν , αὐτοπραγία free fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοπραγώ — αὐτοπραγῶ ( έω) (Α) [αυτοπραγία] 1. ενεργώ ανεξάρτητα 2. κάνω τη δουλειά μου μόνος μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”